Άβυσσος

«… καί σκότος ἐπάνω τῆς

ἀβύσσου… καί ἐγένετο φῶς»

(Γεν. 1,2)

 

«Ἡ δέ γῆ ἦν ἀόρατος καί ἀκατασκεύαστος… καί Πνεῦμα Θεοῦ ἐπεφέρετο ἐπάνω τοῦ ὕδατος» (Γεν. 1,2). Είναι γνωστό ότι η ανατείλασα τελειότης και λαμπρότης του σύμπαντος δεν υπήρχε προηγουμένως. Η δεσπόζουσα πρότερη κατάσταση είχε σαν στοιχεία: την ακατασκευασία, την αορασία, το σκότος, την άβυσσο–το ύδωρ. Τα πολλά ύδατα που κάλυπταν την γη και τα οποία στερούνταν βυθού. Γιατί κατά λέξη άβυσσος=α-βυθός=χωρίς βυθό. Μεταφορικά η έννοια άβυσσος μεταπήδησε στον προσδιορισμό της κόλασης (Λουκ. 8,31). Και σε άλλες κοσμογονίες γίνεται λόγος περί αβύσσου με κατάδειξη αποκλειστικά και μόνο του ερέβους. Του υποχθονίου σκότους. Τέλος στην Αποκάλυψη, η έννοια άβυσσος προσδιορίζει τον τόπο απ’ όπου εξορμούν οι δαιμονικές δυνάμεις. (Απ. 9,1-11,7). Άβυσσος λοιπόν, το λημέρι του «λήσταρχου» Διαβόλου και ορμητήριο των ληστρικών του επιχειρήσεων.

Η ακριβέστερη και πιο παραστατική προσέγγιση όμως του όρου «άβυσσος», λόγοις, πράξεσι και εικόσι, σκιαγραφείται στις μέρες που ζούμε. Αν θέλει κάποιος να νοιώσει στο πετσί του την πρότερη έννοια σαν οπτικό ερέθισμα ή σαν ψυχική αναταραχή, μπορεί να «ανατρέξει» στο χάος της κοινωνίας· στην δεινή κατάρρευσή της· στην ολοκληρωτική αποσύνθεσή της, οπότε λαμβάνει την απόλυτη ερμηνεία και επεξήγηση του όρου «άβυσσος».

Όποιος έχει αντίθετη, αλλά καλόβουλη ένσταση στην πρότερη διαπίστωση, χαρακτηρίζοντάς την ως κινδυνολογία ή πεσιμισμό, ας αντικρύσει στο κάτοπτρο της προσωπικής του συνειδήσεως τον εαυτό του. Ψυχικά προετοιμασμένος όμως, ας μη τρομοκρατηθεί με την θέα του εκφυλισμένου ειδώλου του, αλλά ας επιδιώξει να μεταστραφεί εγκαίρως, ερχόμενος σε επίγνωση αληθείας και αναζητών την πρότερη θεϊκή δόξα. Γιατί ο σύγχρονος άνθρωπος επαιρόμενος, ονειρεύτηκε «πρόοδο». Δεν του αρκούσε η θεϊκή τοιαύτη. Πόθησε ειρήνη. Δεν τον ανάπαυε το «εἰρήνη ὑμῖν». Του ξέφυγε όμως ένα «ιώτα» μέσα στην απληστία του. Εξόρισε από τους πόθους του τον κύριο συντελεστή της επιτυχίας· τον Θεό! Προσέτρεξε όμως με σπουδή υποτασσόμενος στον Διάβολο, να γευθεί για μια πολλοστή φορά το ξύλο του ειδέναι. Την δοκιμασία της θέλησής του. Ακόρεστη και άπληστη φύση η αφεντιά μας. Αχάριστοι και αγνώμονες εμείς οι άνθρωποι ειδικά απέναντι στον Θεό μας. Τον μοναδικό ευεργέτη μας. Έτσι λοιπόν η περιπόθητη πρόοδος (προ+οδός), η προπόρευσή μας, κατήντησε τραγική οπισθοχώρηση. Μία άτακτη φυγή ανθρώπινου ασκεριού, καταδεικνύουσα πλέον φανερά τον αριθμό των ψυχικών απωλειών εν μέσω ηθικών ερειπίων. Το χάος! Η οικογένεια καταρρέουσα· ανύπαρκτη. Η διαφθορά σε πρωτοφανή έξαρση. Ο αλκοολισμός, τα ναρκωτικά, οι ψυχασθένειες, χείμαρρος ορμητικός. Η εγκληματικότης… ασύλληπτη. Οι σύγχρονοι εγκληματίες φορούν πλέον κομψά ρούχα και καταλαμβάνουν υπεύθυνους θώκους. Η φύση καταβιασμένη ψυχορραγεί ανεπανόρθωτα. Αντιδρά με σπασμούς άρρυθμους, εκδικούμενη τον άνθρωπο για την βάρβαρη συμπεριφορά του απέναντί της. Το διαισθανόμαστε πλάι μας. Τον  χειμώνα έχουμε άνοιξη και το καλοκαίρι έχουμε φθινόπωρο. Η ευταξία διεταράχθη, στέλνοντας σήμα κινδύνου στον απάνθρωπο άνθρωπο. Οι ασθένειες προελαύνουν ακάθεκτες. Ο καρκίνος θερίζει! Συχνότερος και από την γρίπη. Παντού επικρατεί χάος. Η συντριβή καλύπτει κυριαρχικά το πεδίο μάχης του πνεύματος, η δε άβυσσος προδίδεται από το ανυπόφορο και αδιαπέραστο σκότος εν μέσω της ημέρας.

 

Την στωική εμβάθυνση μας έρχεται να διαταράξει ο κρυστάλλινος ήχος της καμπάνας του ιού· μιας σύγχρονης θεϊκής παρέμβασης με τύπο και μορφή που ίσως μας συνεγείρει έστω και την εντεκάτη.

Έτσι λοιπόν η γη και πάλι αόρατος και ακατασκεύαστος, όπως και τότε… Τα αμέτρητα σκότη περιφέρονται κυριαρχικά πάνω από την άβυσσο της υποτιθέμενης ανθρώπινης κοινωνίας.

Όμως το Πνεύμα του Θεού υπάρχει και δίδει επιτακτικά εντολή όπως και τότε: «Γενηθήτω φῶς!». Η φωνή αυτή αποτελεί ένα εγερτήριο σάλπισμα. Προσδιορίζει ένα ευγενές σύνθημα. Σύνθημα αγώνος και ελπίδος. Παρηγοριάς. Μας προετοιμάζει και μας καθοδηγεί στην λήψη των ηνίων μιας νέας μοναδικής δημιουργίας.

«Μη βραδυπορείτε! Ξεκινήστε. Η γη είναι αόρατη. Όλα είναι αποδιοργανωμένα. Θρησκεία υποσκελισμένη. Πατρίδα προδομένη. Οικογένεια διαλυμένη. Παιδεία γενιτσαροποιημένη. Άρχουσα τάξη ξεπουλημένη. Κοινωνία όζουσα. Κόσμος άκοσμος και το εναπομείναν πνεύμα αιμορροούν. Καλείστε λοιπόν εκ Θεού να δημιουργήσετε νέο κόσμο. Νέο κόσμο! ΟΧΙ νέα τάξη (;). Η τάξη είναι μία και είναι θεϊκή! Εσείς την διαταράσσετε. Γενηθήτω φῶς!».

Μάλλον έφτασε η ώρα της ηθικής ανακάμψεως. Η ιδέα αρχίζει και ωριμάζει. Αποθώμεθα λοιπόν τα έργα του σκότους. Είναι ώρα ο τροχός της καθηλωμένης ύπαρξής μας να κυλίσει εξερχόμενος από το έλος της αμαρτίας και ελεύθερος τροχασμού πλέον να λάβει ανοδική τροχιά. Για αυτή την επανεκκίνηση έχουμε όμως ανάγκη φωτισμού. Του αληθινού φωτός! Από αυτό ξεκίνησε ο Θεός την δημιουργία του. Αυτά ήταν τα πρώτα λόγια του. Απ’ αυτά πρέπει να ξεκινήσουμε κι εμείς για να μετατρέψουμε «τήν ἔρημο γῆ, τήν ἄβατο καί ἄνυδρο» (Ψαλ. 62) σε γόνιμη πνευματική ζώνη. Γενηθήτω φῶς! Πρέπει όμως να προσηλώσουμε τα μάτια της ψυχής μας στον φάρο που λέγεται Χριστός, για να μην τσακιστούμε ξανά στους ύφαλους και στις κακοτοπιές της πλανεύτρας αμαρτίας. Γιατί αλλιώς θα συνεχίσουμε την περιπλάνηση μέσα στο σκοτάδι σαν «υἱοί ἀπωλείας». «Καί ὁ περιπατῶν ἐν τῇ σκοτία οὐκ οἶδε ποῦ ὑπάγει». Γι’ αυτό και η σύγχρονη κοινωνία δεν γνωρίζει πού υπάγει. Γι’ αυτό κυριαρχεί η αθλιότης. Μία αθλιότης που επισύρει καταστροφή λόγω ψυχικής γύμνιας. Μία καταστροφή που εγκαθιστά κυρίαρχο του πεδίου μάχης την άβυσσο. Όμως ο άνθρωπος ο εκ Θεού πλασμένος, δεν μπορεί να συνυπάρξει με την άβυσσο. Πλάστηκε φωτεινός, ελεύθερος και η ελευθερία του αυτή επιτάσσει συνύπαρξη και συμμαχία ιερά με τον κόσμο των ιδεών, των ιδανικών, των ευγενών οραμάτων που οδηγούν στην θυσία όπου και εξασφαλίζεται η νίκη, η ανάσταση μέσα στην αιωνιότητα. Μέσα στην βασιλεία των ουρανών.

Μπορεί οι σύγχρονοι «ευφυείς» κουλτουριάρηδες να εμπαίζουν αυτές τις έννοιες αποκαλώντας τες αφηρημένες και σκοταδιστικές. Μάλλον όμως οι ίδιοι είναι αφηρημένοι λόγω απωλείας προσανατολισμού και σκοταδιστές λόγω του στοιχείου που τους συνθέτει, το έρεβος και οι πρότερες έννοιες είναι η μόνη ζωντανή πραγματικότης. Ενώ «η αληθινή» ζωή όπως την θεωρούμε, η καθημερινή είναι μία έννοια παντελώς απροσδιόριστη και ακαθοδήγητη. Ύδωρ που κυλάει και χάνεται. Όνειρο που παρέρχεται. Άνθος που μαραίνεται. Σκιά που χάνεται αυτοστιγμεί. Αλλά η αμαρτωλή λαχτάρα για την ύλη μας έκανε εγωιστές. Ο εγωισμός όμως μας οδήγησε με καθοδική κλιμάκωση στην διαστροφή. Στις ανώμαλες καταστάσεις τις οποίες εξαίρουμε προκλητικά στις μέρες μας ανάγοντάς τες σε τρόπο ζωής και δη φυσιολογικό. Αναρωτηθήκαμε ποτέ όμως αν η Νεκρά θάλασσα είναι φυσιολογική; Αλλά ακολουθώντας την θεά μόδα έχουμε καταστεί τιποτένιοι ακόλουθοι, ανελεύθεροι, είλωτες, δούλοι της αμαρτίας αποκαλύπτοντας έτσι το ατελείωτο ψυχικό κενό μας.

Ενδιαφερόμαστε λοιπόν μόνο για την εξωτερική όψη μας, να φαινόμαστε άψογοι, άνθρωποι της βιτρίνας όπως οι καλαίσθητοι μαρμάρινοι τάφοι εξωτερικά, ενώ στο εσωτερικό μας παραμένουμε κυνικοί, διεφθαρμένοι, δύσπιστοι, σκωληκόβρωτοι. Φοβούμαστε τους ομοίους μας. Μη ντρεπόμαστε να το πούμε· φοβούμαστε τους συνανθρώπους μας. Έτσι ονομάζονται οι επί γης άνθρωποι. Βασιλεύει λοιπόν η μοναξιά εν μέσω του πλήθους. Αυτή την βασιλεία ήλθε να την υπηρετήσει σαν πιστός ακόλουθος συνδράμοντάς την αναλόγως ο φίλος μας ιός. Αφορμή και δικαιολογία ψάχναμε να οχυρωθούμε περαιτέρω πίσω από το ταμπούρι της μοναξιάς μας. Έρχεται στην αμυδρή θύμησή μας η πάλαι ποτέ εικόνα των λεπρών που όταν τους συναντούσαν οι «υγιείς», έτρεχαν πανικόβλητοι οι δεύτεροι. Κανένα δεν πιστεύουμε πλέον· κανένα δεν εμπιστευόμαστε. Γιατί; Γιατί παντού αντικρίζουμε την προδοσία. Μέσω αυτής ειδικά «επιφανείς» άνθρωποι χτίζουν καριέρες και ζουν μέσα στην χλιδή. Μέσα στην δυστυχία τους. Μέσα στο πυκνό σκοτάδι τους. Μέσα στην άβυσσό τους. Η προηγούμενη κατάσταση φέρνει στην σκέψη μου ένα περιστατικό. «Ένας γείτονάς μου κρεμάστηκε. Κι όμως τα είχε όλα. Τι του έλειπε;». Την απάντηση ας την δώσει ο καθένας μόνος του. Γιατί χάθηκε η εμπιστοσύνη και πλήθυνε η αμφιβολία. Γιατί στέρεψε η αγάπη. Γιατί πλήθυνε η σπιουνιά. Η ρουφιανιά όπως την αποκαλεί ο θυμόσοφος λαός μας. Έπρεπε να εισβάλλει ο ιός στην χώρα μας, στην κοινωνία μας, για να ξεσκεπάσει το άθλιο κενό μας· την άβυσσό μας. Για να «επιδείξει» απόλυτα την απέραντη κόλασή μας. Μία κόλαση που την προσδιορίζουν περίτρανα όλες αυτές οι ελεεινές υπάρξεις τα άψυχα απόβλητα που «επωμίστηκαν» τον ρόλο του καταδότου στις αρχές. Του καρφιού· του ψιθυριστού. Καταδίδουν ανθρώπους της κοινωνίας τους· συνανθρώπους που τολμούν και εκκλησιάζονται, κοινωνούν, ζουν φωτισμένοι, χωρίς να παρενοχλούν κανένα. Ενώ οι ίδιοι, οι ποταποί, επιλέγοντες το σκότος, περιπατούν εν μέσω αυτού. Οι άνθρωποι του σκότους. Οι προδότες. Αυτοί που διεισδύουν ακόμη πιο βαθειά στο αίσχος της καταδόσεως υγιών συνειδήσεων, που αντιστέκονται σθεναρά χωρίς να υπολογίζουν συνέπειες, φυλάσσοντες Θερμοπύλες ηθικής. Μιλάμε για σύγχρονους παιδαγωγούς που αρνούνται να μεταδώσουν την χολέρα των συγχρόνων βιβλίων ανηθικότητος στις εκλεκτές ψυχές των μαθητών. Αυτοί λοιπόν οι σύγχρονοι 300, καταδίδονται από τους Εφιαλτικούς γονείς των μαθητών, ότι παρεμποδίζουν το εκπαιδευτικό σύστημα της σύγχρονης Ελληνικής νομενκλατούρας. Ύστερα ελπίζουμε να απέλθει ο ιός… Δεκάδες θα στείλει ο Θεός για να συνετίσει τις ανίατες ψυχοκτόνες υπάρξεις των δολιοφθορέων γονέων, που ευθύνονται για το σύγχρονο κατάντημα της κοινωνίας μας. Ήδη ακούγονται και τα πρώτα συμπτώματα φυματίωσης… Κάποιοι όμως από πέρυσι το είχαν επισημάνει…

 

Πλησιάζει λοιπόν και φέτος ένα σκηνικό φρίκης. Η σύλληψη του αθώου· κοντά σ’ αυτόν και έτεροι αθώοι. Η σταύρωσή του· κοντά σ’ αυτήν και άλλες σταυρώσεις. Πιο σιμά όμως είναι η ελεεινότης του «εταίρου» αλλά λίγο πιο πέρα η θλιβερή φιγούρα του, εκτοπισμένη πλέον από την «ηθική» κοινωνία, αφού πρώτα εξυπηρέτησε καθ’ όλα τα σχέδιά της, τώρα αιωρούμενη από το κλαδί ενός δέντρου. Είναι η φιγούρα που μίσησε τον κόσμο, τον πρόδωσε και μαζί μ’ αυτόν και τον ίδιο του τον εαυτό. Είναι οι προαναφερθέντες σύγχρονοι σπιούνοι. Οι αισχροί καταδότες. Οι άνανδροι και οι ανέντιμοι που υποθάλπονται μέσα στο νέφος της δειλής ανωνυμίας. Όμως τους παράγει αναδεικνύοντάς τους και συντηρώντας τους, ο άνομος νόμος. Το ελεεινό κατεστημένο, φέρνοντάς τους στην ρηχή επιφάνεια. Τους φελλούς· που επιθυμούν να παρεισφρέουν έστω και ταλαντευόμενοι πληθωρικά εν μέσω των θεριακωμένων κυμάτων. Των φιλησύχων, υποδειγματικών και φωτισμένων υπάρξεων. Των αγωνιζομένων πιστών.

Η μοίρα όμως «των παρασίτων», παραμένει φρικιαστική και κλείνει σε μία απόμερη πάντα αγχόνη. Αυτή η αγχόνη καρτερά πολλούς από της σύγχρονη κοινωνία που επέλεξαν τον δρόμο της αισχύνης και της προδοσίας. Από άρχοντες πολιτικούς και θρησκευτικούς που ξεπούλησαν τα ιερά ιδεώδη αντί πινακίου φακής, αλλά και τον τελευταίο πολίτη που αναμένει μία «αναδημιουργία». Μία ανακαίνιση. Ποια είναι αυτή; Η επανεκκίνηση μιας αμαρτωλής ζωής πιο προκλητικής, πιο έξαλλης προς αναπλήρωση της απωλείας του παρελθόντος. Μία μετακορωνοϊκή αμαρτωλή και πάλι ζωή. Αυτό περιμένουν όλοι…

Το δίδαγμα ελήφθη και η ζωή παρατείνεται κάτω από τις ίδιες σημαίες…

Μόλις ανοίξουν τα ξενυχτάδικα, θα αρχίσει για μία ακόμη φορά η έκλυτη ζωή. Οπότε αρχίζουμε απτόητοι κάτω από την ήχο των σειρήνων. «Μία ζωή την έχουμε… Ο μήνας έχει εννιά… Μία είναι η ουσία δεν υπάρχει αθανασία… Και το πολυθρύλητο άσμα το οποίο ακούγοντάς το τα όργανα της πανθρησκείας εκστασιάζονται· «Πότε Βούδας, πότε Κούδας, πότε Ιησούς και Ιούδας…».

Αλήθεια τι ωραία συνύπαρξη αγάπης ανάμεσα σ’ όλους τους πρότερους αρχηγούς θρησκειών και αιρέσεων; Αυτό θα πει ανεξικακία… Οπότε η άβυσσος και πάλι κυρίαρχη στο προσκήνιο ως απόρροια χοϊκή, χαοτική και αβυσσαλέα.

Όμως όταν η λάβα του θεϊκού ηφαιστείου πάρει την κατηφοριά, συμπορευόμενη με τον κατήφορο της κοινωνίας, θα τα κάψει όλα για να τα αποστειρώσει εξυγιαίνοντας την επικράτεια από την γάγγραινα της διεστραμμένης διαφθοράς. Τότε όσοι γλυτώσουν της πυράς, ίσως καταντήσουν στήλες άλατος υπενθυμίζοντας για μία ακόμη φορά στην πράξη την ανοχή, την υπομονή αλλά και την οργή του Θεού έναντι των απειθούντων.

«Καί ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ ἐπί υἱοῖς υἱῶν τοῖς φυλάσσουσι τήν διαθήκην αὐτοῦ καί μεμνημένοις τῶν ἐντολῶν αὐτοῦ τοῦ ποιῆσαι αὐτάς» (Ψαλ. 102,17-18).

Προσοχή! Δεν αρκεί η ενθύμηση των εντολών μόνο· η εκπλήρωση αυτών μετράει. «τοῦ ποιῆσαι αὐτάς».

 

Αρίσταρχος

 

Κορυφή